φαγωμάρα

φαγωμάρα
η 1) см. φαγούρα 1;
2) перен. грызня, ссоры

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φαγωμάρα" в других словарях:

  • φαγωμάρα — η 1. φαγούρα (βλ. λ.). 2. μτφ., γκρίνια, συνεχείς καβγάδες, η διάθεση για μάλωμα (που σιγά σιγά φθείρει τις καλές σχέσεις των ανθρώπων): Έχουν φαγωμάρα τώρα τελευταία τα δύο αδέρφια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγωμάρα — η, Ν 1. φάγωμα, γκρίνια 2. φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγωμός + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • -μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… …   Dictionary of Greek

  • ζαβλακωμάρα — η η κατάσταση τού ζαβλακωμένου, η διανοητική και σωματική κατάπτωση που προέρχεται από αρρώστια ή οινοποσία ή διανοητική και ψυχική κόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ζαβλακωμός < ζαβλακώνω (πρβλ. στραβωμός > στραβωμάρα, φαγωμός > φαγωμάρα)] …   Dictionary of Greek

  • φάγωμα — το, Ν [φαγώνομαι] 1. η ενέργεια τού τρώγω, βρώση 2. φθορά που οφείλεται σε τριβή ή σε διάβρωση 3. μτφ. γκρίνια, διχόνοια, φαγωμάρα …   Dictionary of Greek

  • φαγωμός — ο, Ν [φαγώνομαι] φαγωμάρα, γκρίνια …   Dictionary of Greek

  • φάγωμα — το, ατος 1. η λήψη τροφής, η σίτιση: Πολύ χορτάσαμε με τέτοιο φάγωμα που κάναμε. 2. διάβρωση, φθορά από τριβή ή από διαβρωτική ενέργεια: Από τις βροχές ο δρόμος έχει φαγώματα. 3. μτφ., διένεξη, λογομαχία, φαγωμάρα, γκρίνια: Απ το πρωί ως το βράδυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγούρα — η κνησμός, φαγωμάρα, ξυσμάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγωμός — ο μάλωμα, διένεξη, γκρίνια, φαγωμάρα: Τα δυο αδέρφια έχουν φαγωμούς για τα κληρονομικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»